Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Ποινικοποίηση κάνναβης και ποτοαπαγόρευση

Αναδημοσίευση από enet.gr

Παρουσιάζοντας την άποψη του Amendt, έπεσα πάνω σε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες πάνω στο γιατί ποινικοποιήθηκε και καταδιώχθηκε τόσο έντονα η κάνναβη στις ΗΠΑ.

Γράφοντας το άρθρο με την άποψη ενός ειδικού επί θεμάτων ναρκωτικών, διαπίστωσα πόσο σημαντική ήταν η ποινικοποίηση της χρήσης κάνναβης για την εξύφανση της γνωστής πολιτικής απαγόρευσης της χρήσης ορισμένων ναρκωτικών ουσιών, ενώ άλλα ναρκωτικά, όπως τα τσιγάρα και κυρίως το αλκοόλ, αφέθηκαν ελεύθερα αν και ήταν ολοφάνερα επιβλαβή για τη δημόσια υγεία. Αυτή η πολιτική απαγόρευσης γεννήθηκε και γιγαντώθηκε στις ΗΠΑ, μέσω προπαγάνδας. Θα προσπαθήσω να δείξω ορισμένα συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από αυτή την πολιτική. Όπως είδαμε, η κάνναβη δεν βρισκόταν στη λίστα των επιβλαβών ουσιών του Διεθνούς Συνεδρίου της Χάγης, το 1912, και θα ήταν παράλογο να βρισκόταν αφού από αυτή παραγόταν το 85% των τότε φαρμάκων.Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του The Emperor wears no clothes (ο Αυτοκράτορας είναι Γυμνός), οJack Herer μας δείχνει την έκθεση του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ του 1916, που έλεγε ότι  αν αναπτυσσόταν τεχνολογία την οποία κατείχαν (με άλλα λόγια είχαν την πατέντα της και θα μπορούσαν να την παράγουν), η καλλιέργεια κάνναβης θα γινόταν η κύρια γεωργική παραγωγή των ΗΠΑ. Η μαριχουάνα, την οποία, ας θυμίσουμε εδώ, πήγε στην Αμερική ο Κολόμβος, ευδοκιμούσε πολύ καλά στα εδάφη των ΗΠΑ.

Στην ίδια αναφορά του Υπουργείου Γεωργίας, γινόταν λόγος για μια καινούρια τεχνολογία παραγωγής πολτού από κάνναβη την οποία είχε εφεύρει ομάδα επιστημόνων αυτού του Υπουργείου. Η χρήση πολτού από κάνναβη, σήμαινε για αυτούς τους επιστήμονες, 4 φορές μεγαλύτερη παραγωγή καλής ποιότητας  χαρτιού, από αυτή με την χρήση πολτού από δέντρα. Όπως επίσης και 7 φορές λιγότερη βλάβη στο περιβάλλον…

Στο επόμενο Διεθνές Συνέδριο για τα Ναρκωτικά, που έλαβε χώρα στη Γενεύη, το 1925, ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, ο Harry J. Anslinger - που το 1931 έγινε διευθυντής του FBN (Ομοσπονδιακή Δίωξη Ναρκωτικών), ζήτησε την απαγόρευση της κάνναβης επειδή επέφερε εθισμό και σημαντικές βλάβες στην ανθρώπινη υγεία. Ο Anslinger ήταν αστυνομικός που από το 1917 και μετά ειδικεύτηκε στις ναρκωτικές ουσίες. Για ρατσιστικούς και πολιτικούς λόγους, ο Anslinger τασσόταν ενάντια στους μεξικανούς μετανάστες, θεωρώντας ότι δεν ήταν ικανοί εργάτες επειδή όλη μέρα κάπνιζαν μαριχουάνα. Έγινε η πιο σημαντική φιγούρα πουριτανού και ρατσιστή των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1920. Η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ εκείνη την εποχή, δεν επιθυμούσε με τίποτα την ενσωμάτωση μαύρων και ισπανόφωνων στην κοινωνία. Η καταδίκη του χασίς, το οποίο κάπνιζαν αυτές οι κατώτερες ράτσες, ήταν άλλο ένα επιχείρημα υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού που ίσχυε τόσο έντονα στις ΗΠΑ.

Το 1931, ο Γενικός Γραμματέας του Υπoυργείου Οικονομικών της κυβέρνησης Χούβερ, ο Andrew Mellon, καλός φίλος του Anslinger τον πρότεινε ως διευθυντή της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (FBN) και η πρότασή του έγινε αποδεκτή. Αυτός ο Mellon ήταν τραπεζίτης (Mellon Bank of Pittsburgh) και κύριος οικονομικός υποστηρικτής της εταιρείας Du pont (σήμερα είναι μια τεράστια πολυεθνική, τότε ήταν η κύρια βιομηχανία παραγωγής πλαστικών στις ΗΠΑ). Τα συμφέροντα αυτής της εταιρείας, αλλά και του κύριου χρηματοδότη της, του κ. Mellon, θίγονταν άμεσα από την παραγωγή πλαστικού από πολτό κάνναβης, το οποίο μάλιστα πλαστικό ήταν και οικολογικό, αφού μπορούσε να διαλυθεί στο περιβάλλον.

Ο Anslinger, είχε κι άλλον ένα πολύ καλό φίλο, τον Randolph Hearst, τον διάσημο αυτοκράτορα του Τύπου, που έγινε και ήρωας της ταινίας του Citizen Kane (1941) του Όρσον Ουέλς. O Hearst, εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν μόνο ο αυτοκράτορας του Τύπου, αλλά και ιδιοκτήτης τεράστιων εκτάσεων όπου καλλιεργούσε δέντρα για χαρτί, ενώ κατείχε και μερικά εργοστάσια για την επεξεργασία του πολτού, διέθετε δηλαδή κάτι που μοιάζει πολύ με μονοπώλιο. Εκείνη την εποχή, αν επιτρεπόταν η καλλιέργεια κάνναβης για παρασκευή χαρτιού, και είδαμε ότι υπήρχε η κατάλληλη τεχνολογία ήδη από το 1916, η ζημιά του  Hearst θα μεταφραζόταν σε δισεκατομμύρια.δολάρια. Ο Hearst υποστήριξε φανατικά την εκστρατεία του Anslinger ενάντια στην κάνναβη, και έκανε τη δική του εκστρατεία μέσα από τις εφημερίδες που κατείχε, ενάντια στα καταστρεπτικά αποτελέσματα του καπνίσματος κάνναβης και τρομοκρατώντας το κοινό. Αυτά τα άρθρα, που κυκλοφορούν ακόμη (μέσω του Internet), προκαλούν σήμερα μόνο το γέλιο αφού αποδίδουν στους μαύρους και μεξικάνους χρήστες της κάνναβης πράξεις που δυσκολεύεται κανείς πολύ να πιστέψει ότι είναι δυνατόν να προέλθουν από τη χρήση αυτής της ουσίας. Ο Hearst χρηματοδότησε και την παραγωγή προπαγανδιστικών ταινιών ενάντια στο χασίς, μερικές από τις οποίες μπορείτε να δείτε στο Ίντερνετ, για να διασκεδάσετε.

Ο Jack Herer στο: TheEmperor wears no clothes (1985), συμπεραίνει ότι η εταιρεία Du Pont έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην ποινικοποίηση της κάνναβης. Είχε την πατέντα της διαδικασίας παραγωγής πλαστικού από κάρβουνο και λάδι και αν αναπτυσσόταν η καλλιέργεια της κάνναβης, θα καταστρεφόταν. Ο Andrew Mellon, ο τραπεζίτης, που ήταν και γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά και κύριο οικονομικό στήριγμα της Du Pont, πλάσαρε τον φίλο του αστυνομικό (και διακεκριμένο ρατσιστή) Anslinger στον φιλαράκο του τον πρόεδρο Χούβερ, ως ικανότατο διώκτη της μάστιγας των ναρκωτικών. Ο Anslinger έμεινε διευθυντής της Δίωξης Ναρκωτικών ως το 1962.

Ένας νόμος του 1937 (Marihuana Tax Act of 1937 κατέστησε παράνομη την κατοχή και την διακίνηση κάνναβης, με εξαίρεση την ιατρική χρήση για την οποία χρειαζόταν όμως να πληρωθεί ένας πολύ μεγάλος φόρος. Η κάνναβη, ύστερα από τις φιλότιμες προσπάθειες του μεγαλοεκδότη, δεν ονομαζόταν πια κάνναβη, αλλά μαριχουάνα, όπως την ονόμαζαν οι Μεξικανοί. Με την ονομασία και μόνο, η κάνναβη παρέπεμπε σε κάτι ξένο, υποβαθμισμένο, φτωχό και ελεεινό...

Για την ιστορία, το 1972, υπό την κυβέρνηση Νίξον, μια Εθνική Επιτροπή επί των Ναρκωτικών, ύστερα από λεπτομερή μελέτη, συμπέρανε ότι η απαγόρευση της κάνναβης παραβίαζε το Σύνταγμα, αλλά η κυβέρνηση δεν θέλησε να δώσει συνέχεια. Το 1973, το Όρεγκον αποποινικοποίησε την κάνναβη. Το Κολοράντο, η Αλάσκα, το Οχάιο και η Καλιφόρνια, την αποιποινικοποίησαν με τη σειρά τους το 1975. Το 1978, η Νεμπράσκα, η Β.Καρολίνα, ο Μισισιπής και η Νέα Υόρκη υιοθέτησαν κάποια μορφή αποποινικοποίησης και η συνέχεια είναι γνωστή...

Το 1916, οι επιστήμονες Jason Merrill και Lyster Dewe του USDA (United States Department of Agriculture), κατάφεραν να κατασκευάσουν χαρτί από πολτό κάνναβης και το συμπέρασμά τους ήταν ότι η κατασκευή χαρτιού με αυτό τον τρόπο ήταν κατα πολύ προτιμότερη από τη συνηθισμένη, με πολτό δέντρων. Πέρα από τα άλλα επιχειρήματα, με εντυπωσίασε το επιχείρημά τους, 96 χρόνια πριν, ότι η επεξεργασία κάνναβης μόλυνε πολύ λιγότερο το περιβάλλον.

Φαίνεται ότι η κάνναβη έπεσε θύμα εκμετάλλευσης της συμμαχίας πολιτικών και βιομηχάνων της Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα. Αφενός συνέφερε να περάσει η άποψη ότι αυτοί που τη χρησιμοποιούσαν ήταν παρίες στους οποίους άξιζε πραγματικά να ζουν σε γκέτο, για να μη μολύνουν την κοινωνία μας, και αφετέρου, η εκμετάλλευση της κάνναβης και των παραγώγων της δεν συνέφερε καθόλου τους μεγαλο-βιομήχανους εκμετάλλευσης ξυλείας (που παρήγαγαν χαρτί) ή τους πετρελαιοπαραγωγούς (που παρήγαγαν κυρίως πλαστικά). Με εύκολη πρόσβαση στις αποφάσεις της κυβέρνησης, μια χούφτα άνθρωποι (τα λεγόμενα πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα) κατάφεραν να δημιουργήσουν μια τεράστια προπαγάνδα απαγόρευσης των ναρκωτικών που επηρεάζει ως σήμερα τον κόσμο.

Δεν έχω στοιχεία για την απαγόρευση στη χώρα μας, υποθέτω όμως ότι υιοθετήσαμε την πολιτική που επέβαλλαν οι ΗΠΑ σε όσες χώρες είχαν υπό τον έλεγχό τους, αυτή της απαγόρευσης.

Πηγή: http://dialogoi.enet.gr/


Οι αιτίες της απαγόρευσης (1930-1940) 

Η τύχη της κάνναβης κρίθηκε αποκλειστικά και μόνο από το συνδυασμό των πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών που συντελέστηκαν κατά τη δεκαετία του 1930. Η πληθώρα των πλεονεκτημάτων και των εφαρμογών αυτού του φυτού το καθιστούσαν υπολογίσιμο αν όχι μοναδικό ανταγωνιστή των προϊόντων πολλών βιομηχανικών κλάδων (πετρελαιοειδή, οινόπνευμα, καπνός, φάρμακα, παραγωγής χαρτιού) οι οποίοι συνεργάστηκαν αρμονικά προκειμένου να πετύχουν την ποινικοποίηση της κάνναβης, μέσα σε επτά κρίσιμα χρόνια (1930-1937) που σφραγίστηκαν από πέντε κυρίως γεγονότα:

Η δημιουργία του "Ομοσπονδιακού Γραφείου Ναρκωτικών" (1930), η άρση της Ποτοαπαγόρευσης (1933), η κατασκευή μηχανών υψηλής τεχνολογίας για την παραγωγή χαρτιού από τη δασική ξυλεία και η μονοπώληση αυτής της παραγωγής από το συγκρότημα Hearst (1930-1936), η μαζική εισαγωγή στην αγορά των προϊόντων της πετροχημικής βιομηχανίας (1926-1936) και του νάυλον (1936) και τέλος η κατάκτηση της δυνατότητας της φαρμακοβιομηχανίας να παράγει μαζικά συνθετικά φάρμακα (1928-1932), συντελέστηκαν μέσα σε λιγότερο από επτά χρόνια και έκριναν οριστικά την τύχη της κάνναβης που ήταν ο κυριότερος ανταγωνιστής των προϊόντων τους.

1) Το 1930 ιδρύθηκε το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ναρκωτικών των ΗΠΑ (Federal Bureau of Narcotics, FBN) και στελεχώθηκε από πρώην πράκτορες της Ποτοαπαγόρευσης μ' επικεφαλής τον διαβόητο Harry Anslinger και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία που οδήγησε στην απαγόρευση της κάνναβης το 1937. Δεκαέξι χρόνια μετά την απαγόρευση του οπίου και των παραγώγων του (1914) και δέκα χρόνια μετά την απαγόρευση του οινοπνεύματος (1920), μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-1931, το Κογκρέσο περιέκοψε δραστικά τον προϋπολογισμό του FBN και μείωσε τον αριθμό των πρακτόρων του και ο Anslinger διακατεχόταν από το φόβο ότι το FBN επρόκειτο να αποδιοργανωθεί [92]. Σ' αυτές τις συνθήκες, για το νεοσύστατο Ομοσπονδιακό Γραφείο Ναρκωτικών που δεν πρόλαβε να δώσει καμιά απόδειξη της "χρησιμότητάς" του που να δικαιολογεί τη συντήρησή του από το δημόσιο προϋπολογισμό, ήταν ζήτημα επιβίωσης, κύρους και ισχύoς η "ανακάλυψη" μιας νέας απειλής απ' την οποία θα αναλάμβανε να "προστατέψει" την κοινωνία. Και γι' αυτό, ο Harry Anslinger και οι επιτελείς του από τα νέα τους πόστα δεν ασχολήθηκαν καθόλου με το όπιο και το αλκοόλ, αλλά έστρεψαν ευθύς εξ' αρχής την προσοχή τους στην κάνναβη, για την οποία διέβλεψαν ότι τους άνοιγε ένα νέο και ευρύτατο πεδίο δραστηριότητας.

Ο Harry Anslinger, επιτελικό στέλεχος της Ποτοαπαγόρευσης μέχρι το 1930, υπήρξε διευθυντής του "Ομοσπονδιακού Γραφείου Ναρκωτικών" [93] από την ίδρυσή του το 1931 μέχρι το 1962 που εξαναγκάστηκε σε συνταξιοδότηση από τον πρόεδρο J. Kennedy, όταν προσπάθησε να λογοκρίνει τις δημοσιεύσεις του καθηγητή A. Lindsmith και να εκφοβίσει τους εργοδότες του στο Πανεπιστήμιο της Indiana [94]. Τοποθετήθηκε στο FBN με πρωτοβουλία του Andrew Mellon, ιδιοκτήτη της μιας από τις δύο τράπεζες με τις οποίες συνεργαζόταν η αυτοκρατορία DuPont [95]. Η δραστηριότητά του ως διευθυντή του FBN καθοριζόταν εξ' ολοκλήρου από τις δεσμεύσεις του απέναντι στη DuPont, τις ακροδεξιές και ρατσιστικές του απόψεις [96] και τον θαυμασμό του για τον E. Hoover και το FBI του. Αντέγραψε την οργανωτική δομή, τον τρόπο λειτουργίας και το στιλ δουλειάς του FBI και κατέστησε το FBN το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για τη θέσπιση και τη συντήρηση της απαγόρευσης σύμφωνα με τα συμφέροντα των "εργοδοτών" του. Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο Αnslinger πρόσφερε το προσωπικό του αρχείο από τα 31 χρόνια της απόλυτης μοναρχίας του στο πεδίο της καταστολής στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της Pensylvania. [97]

2) Το 1933 καταργήθηκε η 18η Τροπολογία του Συντάγματος με την οποία είχε επιβληθεί η Ποτοαπαγόρευση (1920), με αποτέλεσμα να νομιμοποιηθεί η παραγωγή και η διάθεση του αλκοόλ. Κυριότερος ανταγωνιστής του οινοπνεύματος στην αγορά ήταν τα προϊόντα της κάνναβης. Και οι νεοσύστατες βιομηχανίες οινοπνεύματος στις οποίες επενδύθηκε ένα μέρος των κερδών του οργανωμένου εγκλήματος που έλεγχε τη διακίνηση και την εμπορία του παράνομου αλκοόλ κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης (1920-1932), είχαν ζωτικό συμφέρον από την εξάλειψη αυτών των ανταγωνιστικών προϊόντων.

3) Το 1935 η αμερικανική εταιρεία DuPont [98] εισήγαγε στην αγορά το μη-ανακυκλώσιμο νάιλον και το 1937 απέκτησε την πατέντα του.[99]

Μοναδικός ανταγωνιστής του νέου προϊόντος ήταν η ανακυκλώσιμη κάνναβη και συνεπώς η επιβίωσή του νάυλον εξαρτιόταν απ' τη δυνατότητα της εταιρείας DuPont να εκτοπίσει την κάνναβη από την αγορά. Οπως παραδέχτηκε ο Lammot DuPont "τα συνθετικά πλαστικά βρήκαν εφαρμογή στην κατασκευή μιας πληθώρας πραγμάτων που μέχρι τότε φτιάχνονταν από φυσικά υλικά."[100]

4) To 1936 η DuPont κατάφερε να εξασφαλίσει το μονοπώλιο των πετροχημικών προϊόντων που οι πατέντες τους εκχωρήθηκαν στις ΗΠΑ από τη γερμανική IG ως μέρος των αποζημιώσεων που έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μ' αυτή τη μεθόδευση, το 30% της πανίσχυρης IG πέρασε στην ιδιοκτησία της DuPont.

Κυριότερος ανταγωνιστής των ποικίλων προϊόντων της πετροχημικής βιομηχανίας (χρώματα, βαφές, λάδια μηχανών, λιπάσματα και πλήθος άλλων) ήταν η κάνναβη και τα παράγωγά της και συνεπώς το βιομηχανικό μεγαθήριο της DuPont είχε ζωτικό συμφέρον από την απαγόρευσή τους: Χωρίς την απαγόρευση της κάνναβης, θα ήταν αδύνατο να υπάρξει το 80% των επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας DuPont.

5) Το 1936, το 70% της παραγωγής του χαρτιού που παραγόταν στις ΗΠΑ με ξύλευση και καταστροφή των δασών, ελέγχονταν από τις οι εταιρείες του γνωστού "ληστοβαρώνου" του τύπου William Randolph Hearst. [101]

Το 75-90% του χαρτιού που χρησιμοποιούνταν σε όλο τον κόσμο μέχρι το 1883 προερχόταν απ' την κάνναβη. Το χαρτί αυτό είναι φθηνότερο, καλύτερης ποιότητας και με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής απ' το χαρτί που άρχισε να παράγεται από την ξύλευση και της καταστροφή των δασών όταν αυτό έγινε δυνατό με την τεχνολογική εξέλιξη. Στη δεκαετία του 1930, η κάνναβη ήταν ο υπ' αριθμόν 1 ανταγωνιστής του συγκροτήματος Hearst που έλεγχε το 70% της παραγωγής χαρτιού από την ξύλευση των δασών.

6) Παράλληλα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, οι τεχνολογικές δυνατότητες επέτρεψαν στις φαρμακοβιομηχανίες να κατασκευάζουν εργαστηριακά χημικά προϊόντα, πράγμα που τις επέτρεψε να αναχθούν από επεξεργαστές και διακινητές των φυσικών φαρμακευτικών μέσων σε ανεξάρτητους παραγωγούς που είχαν τον αποκλειστικό έλεγχο των προϊόντων τα οποία συνέθεταν στα εργαστήριά τους.

Στην καθημερινή θεραπευτική πρακτική των νεότερων χρόνων είχαν κυριαρχήσει δυο μεγάλες κατηγορίες φυσικών ιαματικών μέσων, τα παράγωγα του οπίου και τα παράγωγα της κάνναβης. Τα παράγωγα του οπίου εξοβελίστηκαν από το θεραπευτικό πεδίο με το νόμο Harrison το 1914. Συνεπώς, κατά τη δεκαετία του 1930, μοναδικός ανταγωνιστής των χημικών προϊόντων της φαρμακευτικής βιομηχανίας ήταν η κάνναβη και τα παράγωγά της: H εμπέδωση των συμφερόντων της φαρμακοβιομηχανίας και το πέρασμα στην εποχή της καθολικής χημικής φαρμακοδηλητηρίασης προϋπέθετε τον εξοστρακισμό της κάνναβης απ' το θεραπευτικό πεδίο. Και για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η φαρμακοβιομηχανία συνεργάστηκε στενά με τους άλλους βιομηχανικούς κολοσσούς και την ιατρική συντεχνία.

Αυτή η "ιδεώδης" σύμπτωση των συμφερόντων του "Ομοσπονδιακού Γραφείου Ναρκωτικών" και της βιομηχανίας πετροχημικών, οινοπνεύματος, φαρμάκων και χαρτιού έκρινε οριστικά την τύχη της κάνναβης προς όφελος αυτού του μπλοκ των "προστατών" της κοινωνίας και σε βάρος της κάνναβης, του δημοσίου συμφέροντος και της ανθρωπότητας. Η σύγκρουση ήταν άνιση και το αποτέλεσμά της προδιαγεγραμμένο, γιατί η επιβίωση και η επέκταση της ισχύος των αυτοκρατοριών του FBN, της DuPont, του Hearst και της βιομηχανίας φαρμάκων και αλκοόλ προϋπέθετε τον αφανισμό της καλλιέργειας και της κατάργησης της χρήσης της κάνναβης σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς, με καταστρεπτικές συνέπειες για το περιβάλλον και την παγκόσμια οικονομία.

Το 1935, με την καθοδήγηση των επιτελών της εταιρείας DuPont και του δικτύου των κίτρινων εφημερίδων του συγκροτήματος Hearst, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ναρκωτικών εξαπέλυσε μια εκτεταμένη προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον της κάνναβης, μέσω της οποίας προετοιμάστηκε η κοινή γνώμη για την σχεδιαζόμενη απαγόρευσή της.

Το 1937, τα διαπλεκόμενα συμφέροντα των θιγόμενων βιομηχανικών κλάδων, με αιχμή τους τις εταιρείες DuPont και Hearst, χρησιμοποίησαν την ισχύ τους στην κυβέρνηση και τη διοίκηση, και πέτυχαν να τεθεί η κάνναβη υπό καθεστώς απαγόρευσης, με τη θέσπιση του νόμου Marihuana Tax Act.

Ο νόμος Marihuana Tax Act τυπικά καθιέρωνε ένα φόρο με τη μορφή υποχρεωτικής χαρτοσήμανσης με ένα ειδικό χαρτόσημο όλων των ιατρικών συνταγών που περιείχαν προϊόντα της κάνναβης αλλά ουσιαστικά ποινικοποιούσε την καλλιέργεια, κατοχή, χρήση και τη διάθεση της κάνναβης και των παραγώγων της: Η έκδοση και η διάθεση των ειδικών χαρτοσήμων για τη μαριχουάνα ήταν της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών και ρυθμίστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε "να μην είναι ποτέ διαθέσιμα σε ιδιώτες". [102]

Η θέσπιση αυτού του νόμου διευκόλυνε την αντικατάστασή της κάνναβης ως πρώτης ύλης στη βιομηχανία υφασμάτων από πετροχημικά προϊόντα που έλεγχε μονοπωλιακά η DuPont κατόπιν αδείας της γερμανικής IG και επέτρεψε την σχεδόν ολοκληρωτική κυριαρχία της σε όλους τους συναφείς τομείς της παραγωγής (ενώ παράλληλα εξασφάλισε τα συμφέροντα του Hearst ως αδιαμφισβήτητου μονοπωλητή της παραγωγής χαρτιού).

Το 50% όλων των τοξικών χημικών λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται σήμερα στην αγροτική παραγωγή της Αμερικής και των περισσότερων χωρών (δηλητηριάζοντας το έδαφος, τις πηγές νερού και το περιβάλλον) καταναλώνονται στην καλλιέργεια πρώτων υλών για την υφασματοβιομηχανία προς αποκλειστικό όφελος των εταιρειών, και κυρίως της DuPont, που ελέγχουν την παραγωγή και τη διάθεση αυτών των λιπασμάτων.

Η δημιουργία του "Ομοσπονδιακού Γραφείου Ναρκωτικών" (1930), η δυνατότητα της φαρμακοβιομηχανίας να παράγει μαζικά χημικά προϊόντα (1928-1932), η άρση της Ποτοαπαγόρευσης (1933), η κατασκευή μηχανών υψηλής τεχνολογίας για την παραγωγή χαρτιού από τη δασική ξυλεία και η μονοπώληση αυτής της παραγωγής από το συγκρότημα Hearst (1930-1936), η μαζική εισαγωγή στην αγορά των προϊόντων της πετροχημικής βιομηχανίας (1926-1936) και του νάυλον (1936), συντελέστηκαν μέσα σε λιγότερο από επτά χρόνια και έκριναν οριστικά την τύχη της κάνναβης που ήταν ο κυριότερος ανταγωνιστής των προϊόντων τους:

O εξοστρακισμός της κάνναβης από την παραγωγή και την αγορά με τον απαγορευτικό νόμο Marihuana Tax Act του 1937 που "ομαλοποίησε" την αμερικάνικη (και κατ' επέκταση και την παγκόσμια) οικονομία προς όφελος των κέντρων οικονομικής και πολιτικής ισχύος που καθορίζουν την πορεία των ΗΠΑ, έγινε στ' όνομα της "προστασίας της κοινωνίας" από ένα φυτό που επί χιλιάδες χρόνια αποτελούσε ευεργεσία της φύσης.

Με το νόμο Marihuana Tax Act του 1937, η συμμαχία των ισχυρότερων μπλοκ της αμερικάνικης οικονομίας πέρασε στον παράδεισο της διαρκούς συσσώρευσης τεράστιων κερδών, ενώ η ανθρωπότητα εισήλθε στην κόλαση της χημικοποίησης και πλαστικοποίησης της ζωής της.

Η ποτοαπαγόρευση

Η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.

Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης είχε ξεκινήσει στις αρχές του 19ου αιώνα και ήδη ως το 1850 αρκετές πολιτείες, κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση αλκοολούχων ποτών. Η πρωτοβουλία ανήκε σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις, κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος.

Γρήγορα, σχηματίσθηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» (Women's Christian Temperance Union). Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.

Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έκανε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους. Ο σπόρος της Ποτοαπαγόρευσης είχε ριφθεί.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων. Πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες γερμανικής καταγωγής, γεγονός που επαύξησε τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών. Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου (Φορντ, Ροκφέλερ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League).

Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Ένας χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστιντ (Volstead Act). Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης.

Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και η μαύρη αγορά άρχισε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή.

Η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας κάλπαζε, καθώς οι πειρασμοί για τους γλίσχρα αμειβόμενους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι. Ο Αλ Καπόνε κόμπαζε ότι είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγου. Πολλοί γιατροί θησαύριζαν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους, που ήταν νόμιμο και διατίθετο από τα φαρμακεία.

Οι παράνομοι διακινητές έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως ήταν η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης («Κραχ»). Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε «ζεστό» χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ.

Στα θετικά της Ποτοαπαγόρευσης ήταν η δραστική μείωση των θανάτων από ασθένειες σχετιζόμενες με το αλκοόλ, όπως και η πτώση της συναφούς εγκληματικότητας. Όμως, επτά χρόνια μετά την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης οι θάνατοι άρχισαν να αυξάνονται, ενώ τα ποτά-μπόμπες συνέβαλαν στη σημαντική άνοδο των τυφλώσεων και των παραλύσεων.

Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης. Στις προεδρικές εκλογές του 1932 ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, λάτρης του μαρτίνι, συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Ένα χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η Ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος. Το Μισισιπί ήταν η τελευταία πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.

Συνοψίζοντας σχετικά με το αλκοόλ και την κάνναβη σε ότι αφορά την χρήση τους για εντός εισαγωγικών ψυχαγωγικούς λόγους και λόγους ευεξίας, το κριτήριο που κυριάρχησε προς την απαγόρευση της κάνναβης ήταν εμπορικοί και οικονομικοί λόγοι και όχι λόγοι υγείας. Η παραγωγή αλκοόλ ήταν μία δύσκολη διαδικασία που απαιτούσε την ύπαρξη αποστακτηρίων κάτι το οποίο ήταν δύσκολο για κάποιον μεμονωμένο καταναλωτή και δυνατό μόνο από μεγάλες εταιρίες που στην πορεία έγιναν πολυεθνικές. Η κάνναβη αντίθετα μπορούσε να καλλιεργηθεί από τον οποιοδήποτε στο σπίτι του με πολύ εύκολο τρόπο, γεγονός που ακύρωνε την εμπορική αξία του προϊόντος. Με την ποινικοποίησή της λοιπόν δόθηκε υπερπολλαπλάσια "μαύρη" εμπορική αξία στην κάνναβη και "βγήκε από την μέση" ένα ανταγωνιστικό προϊόν προς το αλκοόλ το οποίο παρήγαγαν οι πολυεθνικές αποκομίζοντας τεράστια κέρδη και αυτές και οι εκάστοτε κυβερνήσεις εξαιτίας της τεράστιας φορολόγησης των αλκοολούχων προϊόντων.