Τα «Σταφύλια της οργής», το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Τζον Στάινμπεκ, είναι η ιστορία των ταπεινών και καταφρονεμένων της Αμερικής στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αμέσως μετά το μεγάλο κραχ του 1929.
Με τις σοδειές τους κατεστραμμένες από παρατεταμένη ξηρασία και από θυελλώδεις ανέμους που κουβαλούσαν πυκνά σύννεφα από χώμα, ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους λόγω της εισβολής των νέων καλλιεργητικών μεθόδων, χιλιάδες εξαθλιωμένοι αγρότες του αμερικανικού Νότου εγκαταλείπουν τις εστίες τους κατευθυνόμενοι προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια.
Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε σαραβαλιασμένα φορτηγάκια ζουν ένα ταξίδι ολωσδιόλου εφιαλτικό ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Τις τύχες μιας από αυτές τις οικογένειες παρακολουθεί το βραβευμένο με πούλιτζερ μυθιστόρημα του Στάινμπεκ (1939) και η πιστή κινηματογραφική του μεταφορά ένα χρόνο μετά.
Για να αποδώσει όσο μπορούσε πιο ρεαλιστικά την εξιστόρησή του, ο συγγραφέαςέζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι, φθάνοντας στον προορισμό τους, δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει: τους περίμεναν η καχυποψία, η εχθρότητα, η αναδουλειά, η πείνα και η ανάλγητη συμπεριφορά των εργοδοτών και των εκπροσώπων του κράτους.
Το βιβλίο του Στάινμπεκ συζητήθηκε όσο κανένα άλλο στην εποχή του, με την ίδια ζέση επαινέθηκε και κατηγορήθηκε («ένα μάτσο ψέματα», «κομμουνιστική προπαγάνδα», κ.α.). Χαρακτηριστικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τράπεζες θεωρούσαν το μυθιστόρημα επικίνδυνα ανατρεπτικό, η εταιρία παραγωγής 20th Century Fox γύρισε την ταινία με τον παραπλανητικό τίτλο «Λεωφόρος 66», το όνομα της κεντρικής λεωφόρου στις ΗΠΑ που οδηγεί στην Καλιφόρνια. Παρά τις πιέσεις, το βιβλίο διαβάστηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους...
Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο.
Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν.
Θα βρίσκομαι εκεί...
Ο Χένρι Φόντα ήταν αυτός θα κατέγραφε στο πάνθεον της 7ης τέχνης τις παραπάνω φράσεις, υποδυόμενος τον κεντρικό ήρωα, Τομ Τζόουντ, στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος. Ανάμεσα σε εξαιρετικές ερμηνείες αυτές που ξεχωριζουν ειναι του Χένρι Φόντα και της μητερας του στο φιλμ την οποία υποδύεται έξοχα η Τζέιν Ντάργουελ, κερδιζοντας ετσι και το όσκαρ.
Ο δημιουργικός εγκέφαλος της ταινίας, ωστόσο, ήταν ο σκηνοθέτης Τζoν Φορντ, ο οποίος κέρδισε το όσκαρ σκηνοθεσίας μετατρέποντας, με τη συνδρομή του οπερατέρ Γκρεγκ Τόλαντ, σε αξέχαστες εικόνες τις σελίδες του Στάινμπεκ.
Η σκηνοθετική ευφυΐα του ήταν η τολμηρή και άκρως αντιεμπορική ατμόσφαιρατης ταινίας μέσα από κάδρα της αμερικανικής φύσης στην απόλυτη μαυρίλα της: έρημες πεδιάδες, συννεφιασμένος ουρανός, λασπωμένοι δρόμοι. Μια προσέγγισή που διατήρησε στον υπέρτατο βαθμό το προνόμιο της εντιμότητας στην απεικόνιση των πραγματικών συνθηκών.
Τα «Σταφύλια της οργής» εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να εντάσσονται σε πολλές λίστες των δέκα καλύτερων ταινιών στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου.