Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Ο φτωχός χωρικός


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός και τίμιος άνθρωπος που ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι σε ένα ορεινό χωριό μαζί με τη γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του. Εργαζόταν σκληρά νύχτα-μέρα για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένεια του και κουτσά στραβά τα κατάφερνε.

Ο τίμιος και φτωχός αυτός άνθρωπος είχε έναν γείτονα, ο οποίος ήταν και ο πλουσιότερος κάτοικος του μικρού χωριού. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ άπληστος και μια μέρα αποφάσισε πως θέλει να πάρει το μικρό σπιτάκι του γείτονά του και να το κάνει στάβλο για τα ζωντανά του. Εξαιτίας της οικονομικής του επιφάνειας κανείς στο χωριό δεν του εναντιώνονταν ποτέ και έτσι ήταν σίγουρος ότι ούτε ο αστυνομικός, ούτε ο δικαστής, ούτε ο δήμαρχος θα του ζητούσε ποτέ τον λόγο για τις παράλογες πράξεις τους.

Έτσι λοιπόν άρχισε να επισκέπτεται κάθε μέρα στο σπίτι του φτωχού χωρικού και να τον απειλεί και να τον εκβιάζει ώστε αυτός να του παραχωρίσει το σπίτι του. Ο φτωχός χωρικός κλαίγοντας τον παρακαλούσε να τον αφήσει ήσυχο να ζήσει μια ήρεμη ζωή με την οικογένειά του. Ο πλούσιος γείτονας όμως ήταν τόσο άκαρδος και άπληστος που δεν δέχονταν κουβέντα. Με την σιγουριά ότι ότι και να πράξει κανείς δεν θα τον πείραζε, άρχισε να γίνεται όλο και πιο βίαιος προκειμένου να κερδίσει αυτό που θέλει. Ξεκίνησε να εισβάλει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα στο σπίτι του χωρικού και να τρομάζει την γυναίκα του και τα παιδιά του, να χτυπάει την γυναίκα του κάθε φορά που την συναντούσε στο δρόμο, να πετάει πέτρες στα παιδιά του κάθε φορά που βγαίναν στην αυλή να παίξουν, να τους κλέβει την σοδειά από το χωράφι και να ρίχνει δηλητηριασμένο φαγητό στα σκυλιά του φτωχού χωρικού.

Ο φτωχός χωρικός επιχείρησε πολλές φορές να ζητήσει βοήθεια και υποστήριξη από τον αστυνομικό, του δικαστή και τον δήμαρχο αλλά μάταιος κόπος. Όχι μόνο δεν τον βοηθούσαν αλλά παρασκηνιακά παίρναν και το μέρος του πλούσιου γείτονα και τον διευκόλυναν στις ενέργειές του, άλλες φορές τροποποιώντας κάποιους νόμους του χωριού και άλλες ερμηνεύοντάς τους κατά το δοκούν. Ο πλούσιος γείτονας είχε και πολλές υψηλές γνωριμίες στην πόλη που ήταν φόβητρο και για τον αστυνομικό και για τον δικαστή και για τον δήμαρχο.

Η ζωή για τον φτωχό χωρικό και την οικογένειά του είχε γίνει κόλαση. Η γυναίκα του και τα παιδιά του κλαίγαν όλη μέρα και τρέμαν από φόβο ακόμη και να βγούνε στην αυλή. Ένα βράδυ αφού πέσαν όλοι να κοιμηθούνε άκουσαν ένα θόρυβο. Βγαίνοντας από το δωμάτιο είδαν για άλλο ένα βράδυ τον πλούσιο γείτονά τους να έχει εισβάλει στο σπίτι, να ουρλιάζει σαν τρελός, να τους απειλεί και να απαιτεί να του παραχωρίσουν το σπίτι τους.

Ο φτωχός χωρικός τότε άρπαξε το κυνηγετικό του όπλο και πυροβόλησε μια φορά στο κεφάλι τον πλούσιο γείτονα σκοτώνοντάς τον επί τόπου. Αστυνομικός, δικαστής, και δήμαρχος κατέφθασαν στο σπίτι και συνέλαβαν τον φτωχό χωρικό.

Ο δημοσιογράφος του χωριού σε άρθρο του στην τοπική εφημερίδα έδωσε συγχαρητήρια στον αστυνομικό που συνέλαβε τον δολοφόνο, στον δικαστή που τον καταδίκασε σε ισόβια για την δολοφονία και στον δήμαρχο που διοικεί ένα χωριό όπου βασιλεύει η τάξη και η νομιμότητα και τιμωρούνται οι δολοφόνοι για τις πράξεις τους. Επίσης έγραψε πως όλοι πρέπει να "καταδικάζουμε την βία από όπου κι αν προέρχεται!"